Δύο γυναίκες -μία 81χρονη και μία 41χρονη- αδιάγνωστες και αβοήθητες εξέπνευσαν στην καραντίνα και στον αυτοπεριορισμό, αντίστοιχα, ενώ βρίσκονταν σε εναρμόνιση με τη γραμμή του υπουργείου Υγείας και τις οδηγίες που είχαν λάβει από τον ΕΟΔΥ ● Επείγουσα ανάγκη οι υπηρεσίες κατ’ οίκον παρακολούθησης και φροντίδας ευπαθών ομάδων, χρονίως πασχόντων, ηλικιωμένων και ανθρώπων με προβλήματα ψυχικής υγείας.
Tο «Μένω Σπίτι» δεν μπορεί να σημαίνει πεθαίνω σπίτι. Οι δυο περιπτώσεις θανάτων συμπολιτών μας στο σπίτι τους αποτελούν την τραγικότερη προειδοποίηση του τι μπορεί να ακολουθήσει αν η κυβέρνηση δεν προχωρήσει στις τόσο απαραίτητες, στοχευμένες παρεμβάσεις.
Οι δυο γυναίκες -μια 81χρονη και μια 41χρονη μητέρα τριών ανηλίκων (το νεότερο θύμα στην Ελλάδα μέχρι στιγμής)- πέθαναν αδιάγνωστες και αβοήθητες στα σπίτια τους. Εξέπνευσαν στην καραντίνα και στον αυτοπεριορισμό, αντίστοιχα, ενώ βρίσκονταν σε πλήρη εναρμόνιση με τη βασική γραμμή του υπουργείου Υγείας και τις οδηγίες που είχαν λάβει από τον ΕΟΔΥ.
Αγωνία και απόγνωση μετά τις δυο περιπτώσεις θανάτων συμπολιτών μας στην οικία τους
Το «Μένω Σπίτι», εμφανίζω συμπτώματα και τηλεφωνώ στον ΕΟΔΥ δεν φαίνεται να είναι μια ασφαλής επιλογή. Οταν καταφέρω να πιάσω γραμμή, το πρόβλημά μου θα ακούσει διοικητικός υπάλληλος, ο οποίος λειτουργεί βάσει ενός αλγόριθμου. Αν μπορέσει να αντιληφθεί κάτι περισσότερο, θα προωθήσει το τηλεφώνημά μου σε επαγγελματία υγείας, που δεν είναι κατ’ ανάγκη γιατρός (π.χ. νοσηλευτής, ψυχολόγος κ.λπ.). Αν αυτός με τη σειρά του έχει τη δυνατότητα και τη γνώση να καταλάβει κάτι περισσότερο και με συμβουλεύσει σωστά, τότε η έκβαση ενδεχομένως να είναι καλή.
Είναι δεδομένο πως η επιδημία φέρνει στο προσκήνιο παθογένειες δεκαετιών του συστήματος υγείας. Πέρα από προσλήψεις υγειονομικών, άνοιγμα κρεβατιών ΜΕΘ, εφοδιασμό με μέσα ατομικής προστασίας στο ΕΣΥ, χρειάζεται και μία Πρωτοβάθμια Φροντίδα Υγείας που να καλύψει την «τρύπα» ανάμεσα στο «Μένω Σπίτι» και στο νοσοκομείο. Χρειάζεται οι εξωνοσοκομειακές δομές της ΠΦΥ (Κέντρα Υγείας αστικού και αγροτικού τύπου, Τοπικές Μονάδες Υγείας, Πολυδύναμα Περιφερειακά Ιατρεία κ.λπ.) αλλά και οι οικογενειακοί γιατροί να ενταχθούν στον συνολικό σχεδιασμό για την αντιμετώπιση της πανδημίας.
«Είναι η στιγμή να βγει η Πρωτοβάθμια Φροντίδα Υγείας στην κοινότητα, να πάει κοντά στον κόσμο, στο σπίτι», λέει στην «Εφ.Συν.» ο Ανδρέας Ξανθός, τέως υπουργός Υγείας. Επιπλέον, υπογραμμίζει πως «είναι επείγουσα ανάγκη να αναπτυχθούν υπηρεσίες κατ’ οίκον παρακολούθησης και φροντίδας ευπαθών ομάδων, χρονίως πασχόντων, ηλικιωμένων και ανθρώπων με προβλήματα ψυχικής υγείας που χρειάζονται συστηματική παρακολούθηση και ολοκληρωμένη φροντίδα».
Η επιδημία στρέφει αναγκαστικά γιατρούς και ασθενείς στη διά τηλεφώνου φροντίδα. Οι οδηγίες όμως δεν επαρκούν πάντα. Η Λένα έχει την κόρη της άρρωστη εδώ και τρεις μέρες. Πυρετό δεν έχει, αλλά ένας ξηρός, επίμονος βήχας την κρατάει ξύπνια το βράδυ. Από την πρώτη μέρα κιόλας κάλεσε τον παιδίατρο του ταμείου της για να κλείσει ραντεβού. Ο παιδίατρος της απαγόρευσε να επισκεφτεί το ιατρείο και ζήτησε από τη Λένα να την παρακολουθήσει. «Κι αν η μικρή, που είχε διαγνωστεί με πυώδη αμυγδαλίτιδα πριν από τρεις μήνες, έχει πάλι το ίδιο και χρειάζεται να πάρει αντιβίωση;» ρωτά η μητέρα.
Θα παρακολουθείς και θα μιλάμε από το τηλέφωνο, επέμενε ο γιατρός. Κάθε μέρα δυο τρεις φορές με τον φακό του κινητού η Λένα και ο σύντροφός της κοιτάνε τον λαιμό της μικρής, αναζητώντας την κλινική εικόνα που εμφανίζεται στο google στην αναζήτηση της πυώδους αμυγδαλίτιδας. Γνωρίζουν πολύ καλά πως αυτό, εκτός από ευτράπελο, είναι σίγουρα αντιεπιστημονικό και ενδεχομένως επικίνδυνο.
Θα μπορούσε να κάνει ένα τεστ όμως η μικρή; Δεν προβλέπεται, αφού δεν ανήκει στις ευπαθείς ομάδες. Υπάρχει, λοιπόν, η ανάγκη να αυξήσουμε αμέσως τη διαθεσιμότητα των διαγνωστικών τεστ; «Ναι», απαντάει κατηγορηματικά στην «Εφ.Συν.» ο Ανδρέας Ξανθός, «όμως υπό τον πλήρη έλεγχο του υπουργείου Υγείας». Απαιτείται άμεσα, μας λέει, η αποτύπωση των δυνατοτήτων του δημόσιου και ιδιωτικού τομέα και η δημιουργία κοινών κανόνων και κριτηρίων για τη διενέργειά τους.
Πάνω απ’ όλα, χρειάζεται η ενίσχυση και αξιοποίηση όλων των δημόσιων εργαστηρίων των νοσοκομείων, των Πανεπιστημίων, των Ερευνητικών Ιδρυμάτων, του ΕΚΕΑ (Εθνικού Κέντρου Αιμοδοσίας), που έχουν πιστοποιημένη εμπειρία στις μοριακές τεχνικές (realtimePCR), με στόχο τη μέγιστη δυνατή διενέργεια αξιόπιστων εξετάσεων μέσα από το δημόσιο σύστημα, πάντα με βάση την κρίση του θεράποντος γιατρού.
Ειδικά το ΕΚΕΑ, που διαθέτει εξοπλισμό και τεχνολογία συγκεντρωτικού μοριακού ελέγχου του αίματος για ιούς με μεγάλη δυναμικότητα, εξηγεί ο τέως υπουργός, μπορεί να διεξαγάγει άμεσα και γρήγορα μαζικούς ελέγχους (περίπου 1.000 δείγματα/μέρα). Αντίστοιχα, υπογραμμίζει ο Ανδρέας Ξανθός, όσες εξετάσεις πραγματοποιηθούν σε ιδιωτικά εργαστήρια πρέπει να συνταγογραφούνται με το ίδιο πρωτόκολλο που ισχύει και στο ΕΣΥ και φυσικά να αποζημιώνονται από τον ΕΟΠΥΥ με βάση την κοστολόγηση του ΚΕΣΥ και όχι όπως μέχρι σήμερα, όπου ένα τεστ ιδιωτικά κοστίζει από 170 έως 300 ευρώ (!) και επιβαρύνει εξ ολοκλήρου τον πολίτη.
Η Ελληνική Εταιρεία Ιατρικής Βιοπαθολογίας-Εργαστηριακής Ιατρικής με επιστολή της έχει ζητήσει επανακοστολόγηση, θεωρώντας ότι η κοστολόγηση του υπουργείου Υγείας είναι υπέρογκη, ενώ ζήτησε να δοθεί η δυνατότητα να διεξάγεται όχι μόνο σε συγκεκριμένα εργαστήρια αλλά σε όλα εκείνα που έχουν τη μοριακή υποδομή. «Οφείλουμε να ζητήσουμε η εξέταση να κοστολογηθεί όσο ακριβώς κοστίζει», τονίζει στην «Εφ.Συν.» η ομότιμη καθηγήτρια Χρυσούλα Νικολάου, πρόεδρος της Ελληνικής Εταιρείας Ιατρικής Βιοπαθολογίας-Εργαστηριακής Ιατρικής.
Ωστοσο φαίνεται ότι η κυβέρνηση ακολουθεί τον αρχικό σχεδιασμό της. Με προχθεσινή απόφασή του το υπουργείο Υγείας ενέκρινε επιχορήγηση 30 εκατομμυρίων ευρώ στον Εθνικό Οργανισμό Δημόσιας Υγείας για «την αντιμετώπιση δαπανών αποζημίωσης ιδιωτικών θεραπευτηρίων - κλινικών καθώς και ιδιωτών για την πραγματοποίηση κλινικού και εργαστηριακού ελέγχου», με τον Παύλο Πολάκη να κάνει λόγο για «φαγοπότι» και για ελέγχους που «στον δημόσιο τομέα μπορούν να κοστίσουν το ένα δέκατο των χρημάτων».
Σκάνδαλο: Αντί για επίταξη, επιδότηση ιδιωτών παρόχων υγείας
Σταθερή είναι μέχρι στιγμής η πορεία του ρυθμού αύξησης κρουσμάτων και νεκρών από τον νέο κορονοϊό στη χώρα μας, με τις επόμενες μέρες να είναι πολύ κρίσιμες ως προς τη σαφέστερη εκτίμηση της πορείας της επιδημίας.
Οσο όμως τα στατιστικά μεγέθη του τραγικού απολογισμού επιτρέπουν κάποια περιθώρια αισιοδοξίας, τόσο αποκαρδιωτική, στον αντίποδα, είναι η εικόνα της κυβέρνησης, η οποία απο τη μία αρνείται εμμονικά να προχωρήσει στη λήψη όλων των απαραίτητων μέτρων για την ουσιαστική θωράκιση του ΕΣΥ και από την άλλη κλείνει το μάτι στους ιδιώτες παρόχους υγείας διπλασιάζοντας την κρατική αποζημίωση σε όσους διαθέσουν κρεβάτια ΜΕΘ.
Με την κρίσιμη περίοδο να βρίσκεται μπροστά μας, η κυβέρνηση αρνείται να προχωρήσει στο άνοιγμα των 185 κλειστών κρεβατιών του ΕΣΥ, ενισχύοντάς τα με το απαιτούμενο νοσηλευτικό και ιατρικό προσωπικό αλλά και με τον απαραίτητο ιατροτεχνολογικό εξοπλισμό. Βρίσκει όμως τα χρήματα να πληρώσει πανάκριβα την... επίταξη των ΜΕΘ στον ιδιωτικό τομέα. Οι ελλείψεις σε κρεβάτια ΜΕΘ στην «καρδιά ενός νοσοκομείου» στη χώρα μας είναι γνωστές, διαχρονικές και οφείλονται και στην έλλειψη προσωπικού, ιατρικού και νοσηλευτικού.
Πρόσφατα η αναπληρώτρια κυβερνητική εκπρόσωπος Αριστοτελία Πελώνη είχε ανακοινώσει την «εκμίσθωση του ιδιωτικού Κέντρου Αποθεραπείας και Αποκατάστασης «Attica» στην Ελευσίνα».
Στη συνέχεια ο εκπρόσωπος του υπουργείου Υγείας έκανε λόγο για «συμφωνία του υπουργείου Υγείας και του ΕΟΠΥΥ για τη δέσμευση του ιδιωτικού κέντρου για την αποκλειστική νοσηλεία ασθενών με τη νέα νόσο». Σε ερώτημα της «Εφ.Συν.» συνεργάτες του προέδρου του ΕΟΠΥΥ, Βασίλη Πλαγιανάκου, υποστήριζαν ότι ο τελευταίος έχει ενημερωθεί από το υπουργείο Υγείας για πιθανή μίσθωση του ιδιωτικού θεραπευτηρίου.
Υπενθυμίζουμε ότι στην Πράξη Νομοθετικού Περιεχομένου (άρθρο 4) που εξέδωσε στα τέλη Φεβρουαρίου η κυβέρνηση, προβλέπεται η αναγκαστική διάθεση στο Δημόσιο κλινών ιδιωτικών θεραπευτηρίων και κλινικών, κλινών Μονάδων Εντατικής Θεραπείας (ΜΕΘ), ξενοδοχείων, ιδιωτικών χώρων παροχής υπηρεσιών στέγασης, άλλων δημόσιων ιδιοκτησιών ή ιδιοκτησιών Νομικών Προσώπων Δημοσίου Δικαίου. Απ’ ό,τι φαίνεται, δεν επιλέχτηκε αυτή η οδός στην περίπτωση του θεραπευτηρίου της Ελευσίνας.
Εντονες αντιδράσεις ξεσήκωσε και η προχθεσινή απόφαση της κυβέρνησης, όπως διαφαίνεται από σχετικό ΦΕΚ, να δίνει διπλάσια αποζημίωση στον ιδιωτικό τομέα για κάθε κρεβάτι Μονάδας Εντατικής Θεραπείας που θα διαθέτει για την αντιμετώπιση του νέου κορονοϊού.
Στην παραπάνω καταγγελία προχώρησε ο Παύλος Πολάκης, τέως αναπληρωτής υπουργός Υγείας, βουλευτής ΣΥΡΙΖΑ. «Αυτό εννοούσε η κυβέρνηση όταν μίλαγε για «συνεργασία και βοήθεια του ιδιωτικού τομέα της Υγείας»; Αυτή ήταν η «επίταξη» που από καιρό ήσασταν έτοιμοι να κάνετε; Ντροπή και αίσχος!» ανέφερε στη σχετική δήλωσή του ο Π. Πολάκης.
Οπως επισημαίνει ο ίδιος, η κυβέρνηση συμφώνησε να δίνει ο ΕΟΠΥΥ διπλάσια αποζημίωση, δηλαδή από 800 ευρώ 1.600 ευρώ ημερησίως, «στους κλινικάρχες που θα διαθέσουν κρεβάτια ΜΕΘ στις κλινικές τους για την αντιμετώπιση της πανδημίας του κορονοϊού».
Στο κρίσιμο ζήτημα των κλινών ΜΕΘ «η προσπάθεια πρέπει σε αυτή τη φάση να επικεντρωθεί στη γρήγορη ενεργοποίηση του μέγιστου δυνατού αριθμού κρεβατιών εντατικής θεραπείας στα δημόσια νοσοκομεία» επισημαίνει ο Ανδρέας Ξανθός, τομεάρχης Υγείας του ΣΥΡΙΖΑ. «Επικουρικά προφανώς πρέπει να υπάρχει σχέδιο αξιοποίησης της υποδομής των στρατιωτικών νοσοκομείων και επίταξης όλων των διαθέσιμων κλινών ΜΕΘ του ιδιωτικού τομέα» τονίζει ο τέως υπουργός Υγείας. Προσθέτει πάντως ότι ο στόχος είναι να μη χρειαστεί η επίταξη, να ελεγχθεί η διασπορά του ιού, περιορίζοντας τον απόλυτο αριθμό σοβαρών κρουσμάτων και ενδυναμώνοντας τις δημόσιες ΜΕΘ.
Στον βαθμό που χρειαστεί η επιστράτευση όλων των κλινών ΜΕΘ της χώρας, λέει ο Ανδ. Ξανθός, «προφανώς δεν μπορούμε να επιτρέψουμε μια βλαπτική για το δημόσιο συμφέρον συνεργασία με τις ιδιωτικές κλινικές. Η ημερήσια αποζημίωση για κλίνη ΜΕΘ είναι συγκεκριμένη, υπάρχει πλαφόν (800 ευρώ) και προβλέπεται από τον ΕΚΠΥ (κανονισμό παροχών υγείας) του ΕΟΠΥΥ. Είναι λοιπόν προκλητικός ο διπλασιασμός του νοσηλίου που προβλέφθηκε στην πρόσφατη ΠΝΠ. Και μάλιστα με έναν συντελεστή (2,09) που αφορά νοσηλεία αλλοδαπών ασθενών μη μόνιμων κατοίκων της χώρας. Δεν είναι η ώρα για «χαριστικές ρυθμίσεις» προς τον ιδιωτικό τομέα, αλλά για γενναία επένδυση στη δημόσια περίθαλψη».
Τα δώρα της κυβέρνησης στους κλινικάρχες
Αποζημιώσεις-μαμούθ και ΣΔΙΤ σε πλήρη εφαρμογή
Η χαριστική ρύθμιση της κυβέρνησης, που κάνει δώρο στους κλινικάρχες τον διπλασιασμό της τιμής αποζημίωσης της κλίνης ΜΕΘ από τα 800 στα 1.600 ευρώ, βασίζεται σε μια κοινή υπουργική απόφαση του 2012 σύμφωνα με την οποία «στις περιπτώσεις πολιτών κρατών της Ε.Ε. και τρίτων χωρών, μη μόνιμων κατοίκων Ελλάδος, η τιμή των Κλειστών Ελληνικών Νοσηλίων (ΚΕΝ) υπολογίζεται με συντελεστή μισθολογικού κόστους 2,09 επί την τιμή που αναγράφεται στον πίνακα ΚΕΝ». Κατά πώς φαίνεται η κυβέρνηση σχεδιάζει να νοσηλεύσει στη χώρα μας κρούσματα και εκτός Ελλάδας, γι’ αυτό και η χρήση της εν λόγω ΚΥΑ...
Το άλλο δώρο της κυβέρνησης στους ιδιώτες κλινικάρχες έρχεται με την απόφαση που προβλέπει επέκταση δυναμικότητας των ΜΕΘ τους σε ποσοστό 40%. Με πρόσχημα την πανδημία η απόφαση προβλέπει αύξηση έως 40% της δυναμικότητας των κλινών ΜΕΘ ανά ιδιωτική κλινική «με τον απαραίτητο ιατροτεχνολογικό μηχανολογικό εξοπλισμό και με το υφισταμένο ιατρικό νοσηλευτικό προσωπικό».
Οι κλινικάρχες θα μπορούν να κάνουν γνωστή την επέκταση ενημερώνοντας την αρμόδια Περιφέρεια αλλά και τη διεύθυνση οργάνωσης και λειτουργίας νοσηλευτικών μονάδων των εποπτευόμενων φορέων του υπουργείου Υγείας. Εδώ ουσιαστικά μιλάμε για πλήρη εφαρμογή του σχήματος σύμπραξης δημόσιου με ιδιωτικό τομέα (ΣΔΙΤ) στο θέμα της υγείας, καθώς πιο κάτω αναφέρεται το εξής: «Οι κλίνες αυτές θα διατίθενται αποκλειστικά για να καλυφθούν οι ανάγκες του πληθυσμού από το Εθνικό Σύστημα Υγείας». Η απόφαση καταλήγει αναφέροντας ότι «με τη λήξη της κρίσης, οι συγκεκριμένες κλίνες ΜΕΘ υποχρεούνται να υποστούν έλεγχο καταλληλότητας για να διατηρηθούν, αλλιώς θα καταργηθούν αυτοδικαίως».
Τι λένε οι κλινικάρχες
Οι αντιδράσεις που προέκυψαν μετά το δώρο των 30 εκατ. ευρώ στους κλινικάρχες προκάλεσαν την αντίδραση του συνδέσμου τους. Σε σχετική ανακοίνωσή του ο ΣΕΚ (Σύνδεσμος Ελληνικών Κλινικών) χαρακτηρίζει «ανακριβή και αναληθή τα δημοσιεύματα», αλλά επί της ουσίας της ενίσχυσης που λαμβάνει δεν λέει κάτι. Αναφέρει πως ο κλάδος έχει υποστεί τεράστια ζημιά και ότι στηρίζουν το ΕΣΥ και τον σχεδιασμό του υπουργείου Υγείας. «Σε όλους όσους ενεργούν με μοναδικό στόχο τη δημιουργία εντυπώσεων, απαντάμε με υπευθυνότητα, ενότητα και ομοψυχία» σημειώνουν οι κλινικάρχες.
Δ.ΤΕΡΖΗΣ